Thursday 22 September 2016

Υπάρχει Συμβιβασμός με την Βαρβαρότητα;





«Όταν συνηθίσεις το τέρας αρχίζεις να του μοιάζεις»
                                                   Μάνος Χατζιδάκις

Ποιός από εμάς θα έμενε ποτέ στο σπίτι κάποιου άλλου οικειοποιούμενος το; Ποίος από εμάς θα γνώριζε ότι στο σπίτι που μένει άλλοι άνθρωποι γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, ερωτεύτηκαν έκαναν παιδιά, εγγόνια και σφάλισαν τα μάτια τους σε αυτό και θα τολμούσε να το ονόμαζε δικο του; Ποιός από εμάς θα ήξερε ότι αυτό το σπίτι το έχτισε ο μόχθος, ο πόνος και ο ιδρώτας ανθρώπων άλλων και ανερυθρίστα θα φώναζε: «Δικό μου»;

Το κυπριακό πρόβλημα είναι πολύ απλό στην παρούσα του μορφή. Ο στρατός μίας πανίσχυρης χώρας εισέβαλε, έσφαξε, βίασε λεηλάτησε, προσφυγοποίησε εξανάγκασε 200.000 από εμάς να φύγουμε από τα σπίτια μας και στη θέση μας κουβάλησε ένα πληθυσμό ξένο προς τον τόπο και τα έθιμα του, παραβιάζοντας κάθε αίσθηση δικαίου.

Είναι η βαρβαρότητα όπως την αναγνώρισε και την έγραψε ο ποιητής:

«Ήδη, σας το είπα. Είναι η βαρβαρότητα. Τη βλέπω να ‘ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις. Δεν θα πρόκειται για τους φούρνους του Χίτλερ ίσως, αλλά για μεθοδευμένη και οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Για τον πλήρη εξευτελισμό του. Για την ατίμωσή του.» (1)

Το Δίκαιο παραμένει Δίκαιο μόνον όταν διεκδικείται. Όταν παύσει κάθε διεκδίκηση του, αντικαθίσταται από τον νόμο της ζούγκλας και τον νόμο των ορδών των Ούννων του Αττίλα.

Αυτή τη στιγμή στις συνομιλίες για το κυπριακό και στις στις δηλώσεις όλων των επιφανών διζωνιστών προάγεται η σκέψη ενός «έντιμου συμβιβασμού» ως το εχέγγυο για την ειρήνη. Είναι η σχιζοφρένεια της υποταγής και της υποδούλωσης που δεν αντέχει να δει την ψυχοπάθεια που την δέρνει και την βαφτίζει με εύσχημα λόγια κενά περιεχομένου.

Αυτοί που συνήθισαν το τέρας δεν έχουν απλώς αρχίσει να του μοιάζουν. Ταυτίζονται απόλυτα με αυτό. Έτσι εξηγείται η λύσσα με την οποία μας επιτίθενται επειδή διεκδικούμε το δίκαιο. Ακόμη και όταν το διεκδικούμε για όλους ανεξαιρέτως οι εραστές της τερατομορφίας δεν μπορούν να σιωπήσουν. Η λύσσα τους αυξάνεται διότι κάθε μας δήλωση, κάθε μας πράξη αντίστασης τους θυμίζει πόσο χαμηλά έχουν πέσει, πόσο έχουν ξεστρατίσει μακριά από κάθετι το ανθρώπινο. Αυτοί που αγκάλιασαν το τέρας και την αφήγηση του, αυτοι που δικαιολογούν τις πράξεις του δεν είναι καθόλου διαφορετικοί. Με λυπεί αφάνταστα η αναγνώριση αλλά προσωπικά δεν έχω τίποτε κοινό με τα τέρατα γύρω μας που ζητούν να υποταχτούμε σαν και κείνα, που διεκδικούν ένα κόσμο, μία νέα τάξη πραγμάτων στον οποίο η υποταγή και η υποδούλωση θα βαφτιστεί «πολιτικός ρεαλισμός» και «συμβιβασμός».

Ποιός δημοκρατικός άνθρωπος θα ζούσε ποτέ στον τόπο ενός άλλου γνωρίζοντας ότι αυτός ο άλλος έχει εκδιωχθεί με τη βία, ποιός θα έκτιζε πάνω στον αίμα και τον πόνο του άλλου ένα «κράτος» και θα διεκδικούσε «πολιτική ισότητα» με την απειλή των όπλων και την παρουσία του εκφοβιστή δίπλα του; Ουδείς!

Αυτό που μας κοιτάζει από τον βορρά του τόπου μας είναι η βαρβαρότητα στην αισχρότερη και απεχθέστερη της μορφή. Και όσοι από εμάς ζητούν τον συμβιβασμό με αυτή τη βαρβαρότητα είναι και αυτοί το ίδιο βάρβαροι. Όσα εύσχημα λόγια και αν χρησιμοποιήσουν, όσα επιχειρήματα για «αναπτύξεις» και «συμμαχίες μετά τη λύση».

Αυτό τελικά που μας κάνει Έλληνες της Κύπρου, τους τελευταίους ίσως Έλληνες της Κύπρου είναι ότι συνορεύουμε προς βορράν με το μίσος και δεν έχουμε άλλα σημεία στον ορίζοντα. (2)

Και όταν η απόγνωση μας κυριεύει, όταν το τέρας και οι οπαδοί του ανάμεσα μας μας στοχοποιούν με το απύθμενο θράσος και την επιθετικότητα τους καλό είναι να θυμόμαστε ότι ουδείς από τους ποιητές παγκόσμια δεν ύμνησε ποτέ τον πολιτικό ρεαλισμό και την υποταγή. Όσοι το έπραξαν έπαψαν να είναι ποιητές και χάθηκαν ανύμνητοι και ανώνυμοι στο πέρασμα της ιστορίας. Οι δικοί μας ποιητές μιλούσαν πάντα καθαρά:

«Οπότε αναρωτιέται κανείς: Για τι παλεύουμε νύχτα μέρα κλεισμένοι στα εργαστήριά μας; Παλεύουμε για ένα τίποτα, που ωστόσο είναι το παν. Είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί, που όλα δείχνουν ότι δεν θ’ αντέξουν για πολύ. Είναι η ποιότητα, που γι’ αυτή δεν δίνει κανείς πεντάρα. Είναι η οντότητα του ατόμου, που βαίνει προς την ολική της έκλειψη. Είναι η ανεξαρτησία των μικρών λαών, που έχει καταντήσει ήδη ένα γράμμα νεκρό. Είναι η αμάθεια και το σκότος. Ότι οι λεγόμενοι «πρακτικοί άνθρωποι» -κατά πλειονότητα, οι σημερινοί αστοί- μας κοροϊδεύουν, είναι χαρακτηριστικό.

Εκείνοι βλέπουν το τίποτα. Εμείς το πάν. Που βρίσκεται η αλήθεια, θα φανεί μια μέρα, όταν δεν θα μαστε πια εδώ. Θα είναι, όμως, εάν αξίζει, το έργο κάποιου απ’ όλους εμάς. Και αυτό θα σώσει την τιμή όλων μας -και της εποχής μας.» (1)


Στώμεν καλώς! Στον πάτσον τζιαι τον κλώτσον τους...


Σόλων Αντάρτης~solon_antartis@yahoo.com

~~~~~~~~~~~~~










Πηγές-Σημειώσεις

-----------------------

1. Από τη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1979, στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία με αφορμή την αναγγελία για τη βράβευση του έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτημε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Μπορείτε να το βρείτε ως ηχητικό ντοκουμέντο και στο βιβλίο συν τοις άλλοις που περιέχει 37 συνεντεύξεις του Ελύτη (επιμέλεια: Ηλίας Καφάογλου, εκδ. Ύψιλον, 2011, 343 σελ.) 

2. Παραφράζοντας τον Λουίς Σεπουλβέδα από το κείμενο του «Αβεβαιότητος εγκώμιον» στο βιβλίο «Σημειώσεις εν καιρώ πολέμου», εκδόσεις opera, Αθήνα 2004, σελ.14. Το αρχικό κείμενο είναι ως εξής:
«Η Λατινική Αμερική συνορεύει προς βορράν με το μίσος και δεν έχει άλλα σημεία του ορίζοντα».

No comments:

Post a Comment