Sunday 31 January 2016

Χους Ει... Κερυνειώτικος





Χρειάστηκαν εικοσιτέσσερις ώρες για να ησυχάσω. Μία μέρα για να μπορέσουν τα ανέκφραστα και τα ανάρθρωτα να βρουν διέξοδο από μέσα μου. Οι παγιδευμένοι λυγμοί και τα δάκρυα να ξεσπάσουν λυτρωτικά. Οι κηδείες σπανίως μου αρέσουν...

Δεν είναι ο αποχωρισμός και ο θάνατος που με παγιδεύουν μέσα στο λαβύρινθο του ανέκφραστου. Αισθάνομαι τυχερός που οι θάνατοι που με σημάδεψαν και οι εμπειρίες που τους συνόδεψαν γαλήνεψαν μέσα μου σε μεγάλο βαθμό τη γνώση του αναπόφευκτου. Είναι τα κρατήματα των ζωντανών, τα σφιξίματα στα πρόσωπα και τα σώματα, η άρνηση των συναισθημάτων που αναπόφευκτα φέρνει το τέλος του οικείου που με αγριεύουν. Όλα όσα έδεσαν το νεκρό με τους ζωντανούς, όλα τα δεσμά που δεν ξεδένονται διότι στον τόπο μας απαγορέυεται να αισθανθούμε:
«Ήταν καλός ο μακαρίτης» είναι η μόνιμη επωδός στις κυπριακές κηδείες. Μονον καλά λόγια ακούς σε αυτές. Μοιάζει σαν να προσπαθούμε με αυτά να ξορκίσουμε τις δυσκολίες και τον πόνο που υπάρχει μέσα στις σχέσεις, σαν να προσπαθούμε να ξορκίσουμε τα άλυτα των γονιών με τα παιδιά τους μέσα από το ευχολόγιο. Πόσο αληθινά μοιάζουν οι κηδείες μας με το Κυπριακό! Ευχολόγια και ψευδαισθήσεις μέσα στις οποίες τα αισθήματα εξορίζονται στην άβυσσο την εσώτερη χωρίς τη δυνατότητα της λύσης και της κάθαρσης.

Χθες είχα την τιμή να παραστώ σε μία άλλη κηδεία. Ο πατέρας ενός φίλου τον οποίο ποτέ δε γνώρισα.

Η εμπειρία ήταν μία εσωτερική κάθαρσις που με συντροφεύει ακόμη.

Δεν ήταν τα εκκλησιαστικά που με συγκλόνισαν. Διατηρώ μία προσωπική απέχθεια για την τελετή της κηδείας και την εμπορικοποίηση του θανάτου από «πνευματικούς» πατέρες που πουλούν τάφους. Ήταν ο επιτάφιος λόγος του γιου προς τον πατέρα σε πρώτο και δεύτερο πρόσωπο στη γλώσσα μας και τη διάλεκτο του τόπου μας που με διέλυσε.

Ο αποχαιρετισμός ήταν ίσως ο πιο έντιμος που έχω συναπαντήσει. Μέσα από τις λέξεις, τις εικόνες και τις έννοιες ζωγραφίστηκε καθαρά η σχέση και οι δυσκολίες της, τα παράπονα της νιότης και της παιδικής ηλικίας και η ωρίμανση τους με την ενηλικίωση και το πέρασμα του χρόνου. Η σκληρότητα των ανθρώπων μας, η υπεροχότητα τους, η απλότητα, η σχέση με τη γη, η έλλειψη ενσυναίσθησης και ταυτόχρονα η παρουσία της ενώ τα χρόνια περνούν, όλα παρόντα σε έναν λόγο τόσο προσωπικό και τόσο οικείο, τόσο βυθισμένο στα τρισβαθα μας. Λόγια που πιθανώς εν ζωή να μην μπόρεσαν να αθρωθούν – δεν ξέρω – που όμως η άρθρωση τους με ευγένεια και αγάπη στον αποχωρισμό λειτούργησαν καθαρτικά, τουλάχιστον για μένα.

Και ο γιος, που προχθές πέρασε τη γραμμή καταπάυσεως του πυρός – δεν ξέρω αν ήταν η πρώτη του φορά, δεν υπήρχε χώρος για να ρωτήσω – για να πάει στο περβόλι που φρόντιζε με τον πατέρα, που ξεπέτρισε, που πότισε με τον ιδρώτα του για να φέρει λίγο αφρούγιο Κερυνειώτικο χώμα να συντροφέψει τον πατέρα του, με συνέθλιψε με τις πράξεις του.

Λίγο χώμα, λίγα κλαδιά αγριελιάς από το βουνό – ένα είναι το Βουνό για όσους γεννήθηκαν και έζησαν «τζιει που το βουνό» - τα ταπεινά κτερίσματα που θα συντροφέψουν τον άνθρωπο τους.

Έντιμα, απλά, ταπεινά.

Στις πράξεις τους και το διάλογο τους, στους λυγμούς και τα δάκρυα που ακόμη με συντροφεύουν όλη η ιστορία του τόπου μας και των ανθρώπων του. Και ο χους ο Κερυνειώτικος που λείπει από ένα περβόλι στην Κερύνεια, εδώ στην προσφυγιά μέσα σε έναν τάφο, πρόσφυγας κι αυτός να περιμένει την μέρα εκείνη...

Οι άνθρωποι μας φεύγουν ένας ένας. Εκείνοι που πάτησαν το χώμα, που το σκάλισαν, που το πότισαν, που ανέστησαν τα δέντρα και τους καρπούς τους, αποχωρούν σιγά σιγά κουβαλώντας μαζί τους και τις μυρωδιές, τις γεύσεις και την άισθηση του βόρειου άνεμου.

Η μνήμη τους; Η ζωντανή παράδοση των όσων μας είπαν, των όμορφων και των ωραίων και των δύσκολων και των αβάστακτων; Η μνήμη του τόπου μας μέσα από τις αφηγήσεις τους; Οι περίπατοι που μας πήραν είτε νοερά είτε στην πραγματικότητα μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων; Ο τόπος που η γιαγιά γέννησε κάτω από την ελιά, εκεί όπου ο πατέρας έβλεπε το πρώτο του θερινό σινεμά; Τα σκιρτήματα του Έρωτα της μάνας σε μια παραλία που χρόνια μετά έμελλε να μας φέρει τους βαρβάρους;

Το Φως! Μία παραλία με χρυσή άμμο είναι η μία από τις πρώτες παιδικές μου αναμνήσεις. Κάτω από μία ομπρέλα με το μπλε να απλώνεται μπροστά μου. Κι εγώ ανάμεσα σε γίγαντες – έτσι έμοιαζαν οι ενήλικες στα βρεφικά μου μάτια – να βυθίζω τα μικρά μου πόδια στο χώμα.

Χους. Κερυνειώτικός...

Δεν Ξεχνώ!

Σόλων Αντάρτης~solon_antartis@yahoo.com
~~~~~~~~~~~~

1 comment: